Πρόληψη ναρκωτικών

Πρόληψη των ναρκωτικών.

Οι αθέατες όψεις του προβλήματος

Φοίβου Ζαφειρίδη αναπλ. Καθηγητή τμήματος ψυχολογίας Α.Π.Θ.

Αναδημοσίευση από το περιοδικό «ΑΝΤΙ», τεύχος 655 Της 27 Φεβρουαρίου 1998

Έχουν περάσει περισσότερα από 20 χρόνια από τότε που συνειδητοποιήθηκε η ανάγκη για την εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης στον δυτικό κόσμο και ολοένα πυκνώνουν οι ενδείξεις ότι η πρόληψη, όσο παραμένει μια ασαφής και απροσδιόριστη έννοια, δε μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της εξάπλωσης της χρήσης ναρκωτικών ουσιών. Η πλειοψηφία των επιστημονικών δημοσιεύσεων και ανακοινώσεων αξιολογούν την αποτελεσματικότητα των ήδη εφαρμοσθέντων προγραμμάτων πρόληψης, από χαμηλή έως ανύπαρκτη.

Πιεστική λοιπόν εμφανίζεται η ανάγκη να εξετάσουμε τους λόγους της αποτυχίας και να προχωρήσουμε σε επαναπροσδιορισμό των στόχων και των πρακτικών μας. Με αυτόν τον τρόπο άλλωστε αξιοποιούμε το συγκριτικό πλεονέκτημα που διαθέτουμε ως κοινωνία της περιφέρειας του δυτικού μοντέλου ανάπτυξης. Το πλεονέκτημα συνίσταται στο γεγονός ότι η παρούσα εξελικτική φάση της Ελληνικής κοινωνίας τοποθετείται 10 χρόνια πίσω από την Ευρωπαϊκή και 20 – 25 χρόνια πίσω από την αμερικανική. Κατά συνέπεια οι εμπειρίες των προηγμένων δυτικών κρατών θα μπορούσαν να διδάξουν στην Ελλάδα πολιτικές περισσότερο αποτελεσματικές από αυτές που μέχρι σήμερα εφαρμόσθηκαν.

Τι όμως εννοούμε με τον όρο πρόληψη; Μέχρι σήμερα άλλοι προσδιορίζουν ως πρόληψη την ενημέρωση, άλλοι τον εκφοβισμό και άλλοι την επιδερμική προσέγγιση ζητημάτων που σχετίζονται με την κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών. Η ποικιλία των προγραμμάτων πρόληψης που εφαρμόσθηκαν μέχρι σήμερα είναι πράγματι μεγάλη σε όλο τον κόσμο. Αν όλα αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά, ή τουλάχιστον όχι τόσο αποτελεσματικά όσο θα θέλαμε, είναι γιατί κατά τη γνώμη μου πάσχουν από την έλλειψη οράματος. Ενός οράματος που θα έδινε μια συνολική απάντηση στις κοινές γενεσιουργές αιτίες των ναρκωτικών και των άλλων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων, όπως η παθητικότητα, ο κυνισμός, η αποξένωση, ο εγωκεντρισμός, και τέλος το έλλειμμα σε αγάπη, αλληλεγγύη και συντροφικότητα που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες. Η ύπαρξη οράματος ανθρωπινότερης κοινωνίας θα καλλιεργούσε παράλληλα το έδαφος για την ανάπτυξη αξιόπιστων εναλλακτικών υποστηρικτών συστημάτων αφού η αποσάθρωση των παραδοσιακών υποστηρικτικών συστημάτων ενοχοποιείται επίσης για την κατακόρυφη αύξηση της ατομικής ψυχοπαθολογίας και κατ’ επέκταση των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων.

Πολιτικές πρόληψης, ενταγμένες στην κυρίαρχη διαχειριστική λογική του συστήματος, όπως αυτές που εφαρμόσθηκαν και συνεχίζουν δυστυχώς να εφαρμόζονται, που δεν λαμβάνουν υπόψη όλα τα παραπάνω και που δεν αντιμετωπίζουν τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα ως απόρροια των ακάλυπτων συναισθηματικών ηθικών και πνευματικών αναγκών της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι καταδικασμένες να αποτυγχάνουν. Προγράμματα πρόληψης, που έχουν προαποφασίσει να μην αντιμετωπίζουν τις βαθύτερες αιτίες, αλλά με επιστημονικοφανείς και τεχνοκρατικές προσεγγίσεις ανέλαβαν κατόπιν «άνωθεν εντολής», να εξωραΐζουν τη μιζέρια της καθημερινότητας μας, να επικεντρώνονται δηλαδή στη σύμπτωμα «ναρκωτικά» και όχι στις κοινωνικές αιτίες και στα αδιέξοδα που το δημιουργούν, δεν είχαν και δεν θα έχουν καμία τύχη. Τέτοια προγράμματα μπορούν να χρησιμοποιούνται κάλλιστα ως άλλοθι από την ουσιαστικά αδιάφορη πολιτική ηγεσία: «νοηματοδοτούν» την ύπαρξη συγκεντρωτικών / γραφειοκρατικών οργανισμών μέσα από τους οποίους εκφράζονται τα προσωπικά διαπλεκόμενα συμφέροντα των εκάστοτε διαχειριστών της εξουσίας, επιλύουν τα βιοποριστικά προβλήματα των λειτουργών τους, και τέλος ενεργοποιώντας μηχανισμούς συνενοχής διευρύνουν την συναίνεση στις ύποπτες κεντρικές διαχειριστικές επιλογές.

Με τους εύκολους – διεκπεραιωτικούς δρόμους που ανοίγουν παθητικοποιούν ακόμα περισσότερο τον πολίτη. Δρουν με την ψευδαισθησιογόνο δράση τους καταπραϋντικά στις όποιες ανησυχίες του. Οδηγούν στην υπερκατανάλωση «κοινωνικών» υπηρεσιών που μικρή μόνο διαφορά έχει, ως πρότυπο παθητικής συμπεριφοράς, από την υπερκατανάλωση οποιασδήποτε δρόγας ή άλλου καταναλωτικού προϊόντος. Τα προγράμματα πρόληψης που δεν αποτελούν πρόταση άλλου ήθους και στάσεων ζωής, που στερούνται δηλαδή ανατρεπτικού οράματος, καθίστανται εν των πραγμάτων ανατροφοδότες του φαύλου κύκλου των εξαρτήσεων και κατ’ επέκταση των κοινωνικών μας αδιεξόδων.

Επείγει λοιπόν να συνειδητοποιήσουμε ότι η πρόληψη των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων όπως είναι τα ναρκωτικά, η βία στα σχολεία, ο νεανικός αλκοολισμός, η κατάθλιψη κ.τ.λ. εκφεύγει από τα στενά όρια της άσκησης υγειονομικής πολιτικής. Γιατί η αντιμετώπιση των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων δεν γίνεται με ξερή παροχή πληροφοριών, απαιτεί κυρίως την ύπαρξη ιδεολογικών στηριγμάτων. Απαιτεί πορεία ανάπλου. Δηλαδή πορεία κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα που τείνει να υποκαθιστά τις ανθρώπινες αξίες, με πρόσκαιρες και ευκαιριακές καταναλωτικές / οικονομικές αξίες. «Αξίες» που το κυρίαρχο πρότυπο ανάπτυξης προσφέρει αφειδώς με μόνη ανταπόδοση τη μισθωμένη δουλεία μας και οι άνθρωποι ενστερνιζόμαστε χωρίς να καταβάλλουμε το αναγκαίο τίμημα του πόνου που αληθινές ανθρώπινες αξίες απαιτούν.

Μέσα στο πλαίσιο των παραπάνω συνοπτικών τοποθετήσεων και επισημάνσεων γίνεται εύκολα αντιληπτό το τι πραγματικά σημαίνει πρόληψη. Πρόληψη των ναρκωτικών και των άλλων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων είναι η αγάπη, η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη, η φιλία και η υποχώρηση των προσωπικών και ατομικών συμφερόντων μπροστά στο συλλογικό καλό. Είναι σαφές ότι οι αξίες αυτές μπορούν υπό τις σημερινές συνθήκες να καλλιεργούν μοναχικά πρόσωπα, μικρές ομάδες / παρέες και μη καθετοποιημένες εθελοντικού τύπου οργανώσεις που βρίσκονται σε έμπρακτη καθημερινή ρήξη με την κυρίαρχη οικονομικοκεντρική ιδεολογία και τις υπαγορευμένες από αυτήν αλλοτριωμένες στάσεις ζωής. Αυτοί αποτελούν τους αληθινούς φορείς της πρόληψης, γιατί υπηρετούν τον άνθρωπο και όχι σκοπιμότητες και προσωπικές ιδιοτέλειες. Αυτοί ασκούν έμπρακτα την πρόληψη γιατί με την καθημερινή τους αγωνιστική πρακτική και με τις στάσεις ζωής που επέλεξαν να υπηρετούν συντηρούν το όνειρο για μια άλλη κοινωνία. Αυτοί και όχι οι συγκεντρωτικοί οργανισμοί με τις απρόσωπες υπαλληλικές ιεραρχίες τους, γιατί η πρόληψη χρειάζεται πρόσωπα και όχι κοινοπραξίες συμφερόντων. Αυτοί και όχι οι λεγόμενοι ειδικοί, γιατί η τέχνη της πρόληψης δεν είναι επάγγελμα, δεν μαθαίνεται. Είναι τέχνη ζωής που χρειάζεται κυρίως ανθρωπιά.

Έτσι αν δεν θέλουμε να βρεθούμε μετά 20 έτη στο σημείο που αυτή τη στιγμή βρίσκονται οι αμερικανοί, καταμετρώντας πλήρη αποτυχία στην αντιμετώπιση των ναρκωτικών, θα πρέπει να σταθούμε κριτικά τόσο στο αναπτυξιακό μοντέλο προαγωγό των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων όσο και στην κριτική αντιγραφή των διαχειριστικών πρακτικών αντιμετώπισής τους. Θα πρέπει δηλαδή επιτέλους να ασχοληθούμε σοβαρά με την πνευματική και ηθική διάσταση των ναρκωτικών και των άλλων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων του καιρού μας και κατ’ επέκταση να συνειδητοποιήσουμε την αναγκαιότητα οράματος ανθρωπινότερης κοινωνίας.

Εξετάζοντας όμως αυτές τις μέχρι τώρα αθέατες όψεις του προβλήματος, οδηγούμαστε εκ των πραγμάτων στη διαπίστωση ότι ο λόγος της πρόληψης δεν μπορεί παρά να είναι ανατρεπτικός. Και αυτό ακριβώς είναι που φοβίζει τους ποικιλώνυμους πολιτικούς, θεραπευτικούς και προληπτικούς διαχειριστές της ναρκωτικής περιουσίας και τους οδηγεί σε αναγκαίες για το καλό όλων μας συσκοτίσεις.